- μετασηκώνω
- και ματασηκώνω1. εγείρω ή σηκώνω κάτι εκ νέου, ξανασηκώνω («από τον καιρό που έπεσε στο κρεβάτι δεν ματασηκώθηκε πια»)2. (στη λογιστική) αντιγράφω, μεταγράφω («θα μετασηκώσω τον λογαριασμό»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.